ἵππειος

ἵππειος
ἵππ-ειος, α, ον, ([etym.] ἵππος)
A of a horse or horses, ζυγόν, φάτνη, Il.5.799, 10.568;

κάπαι Od. 4.40

; ἵ. λόφος horse-hair crest, Il.15.537;

ἔντεα Pi.N.9.22

; γένος, μάνδραι, S.Ant.341 (lyr.), Fr.659.3;

ἔθειραι Theoc.16.81

; τὸ ἵππειον [γάλα] Arist.HA522a28, Posidon. ap. Gal.19.712;

κάλω ἱππείω δύο IG 12.330.19

. Adv.

-είως Dam.Pr.58

.
2 ἵππειος, ὁ (sc. μήν), name of month at Thronion, Klio16.176 (Delph.). (ἵππιος is the usual form in Trag., ἱππικός in Prose.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἵππειος — of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… …   Dictionary of Greek

  • ιππόβοσκος ο ίππειος — (Hippobosca equina). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ιπποβοσκιδών. Έχει σκληρό και πλατύ σώμα με σακοειδή κοιλιά. Το χρώμα του είναι καστανό ή υπόξανθο και το μήκος του κυμαίνεται από 7 έως 9 χιλιοστά. Ζει προσκολλημένος ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • ἱππείων — ἵππειος of a horse fem gen pl ἵππειος of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείως — ἵππειος of a horse adverbial ἵππειος of a horse masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππειον — ἵππειος of a horse masc acc sg ἵππειος of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππειᾶν — ἵππειος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππεία riding fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαις — ἵππειος of a horse fem dat pl ἱππεία riding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαισι — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαισιν — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείη — ἵππειος of a horse fem nom/voc sg (epic ionic) ἱππεία riding fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”